• neologosxolon
  • gipedo1
  • gipedo2
  • gipedo
  • karataidis 15
  • karataidis 22
  • karataidis 26
  • karataidis 27
  • karataidis 29

Ορολογία - Αργκό

 

Βο­λέ: Χτύ­πη­μα της μπά­λας με το πό­δι ό­ταν αυ­τή εί­ναι στον αέ­ρα.

Γκε­λά­ρω: Ανα­πη­δώ λέ­γε­τε για την μπά­λα.

Διώ­ξι­μο: Η α­πο­μά­κρυν­ση της μπά­λας α­πό την ά­μυ­να με το πό­δι ή με κε­φα­λιά.

Ελεύ­θε­ρο χτύ­πη­μα: Μπα­λιά με την ο­ποία ξα­ναρ­χί­ζει το παι­χνί­δι έ­πει­τα α­πό ά­ου­τ, φά­ου­λ, οφ­σάι­ντ ή άλ­λη πα­ρά­βα­ση. Στο ά­με­σο ε­λεύ­θε­ρο χτύ­πη­μα ε­πι­τρέ­πε­ται α­πευ­θείας σουτ για γκο­λ, στο έμ­με­σο ό­χι.

Έξο­δος: Η κί­νη­ση του τερ­μα­το­φύ­λα­κα α­πό το τέρ­μα του προς τον ε­πι­θε­τι­κό που έ­χει την μπά­λα, με στό­χο να πε­ριο­ρί­σει το ο­πτι­κό του πε­δίο και να του δυ­σκο­λέ­ψει το σουτ.

Ένα – δύο: Δύο πά­σες με­τα­ξύ δύο παι­κτών που προ­σπερ­νούν έ­ναν α­μυ­ντι­κό.

Ημί­χρο­νο: Το έ­να α­πό τα δύο 45λε­πτα μέ­ρη ε­νός α­γώ­να και το διά­λειμ­μα για ξε­κού­ρα­ση στη μέ­ση ε­νός α­γώ­να. Διαρ­κεί συ­νή­θως 15 λε­πτά.

Κα­λύ­πτω την μπά­λα (με το σώ­μα): Το­πο­θε­τώ το σώ­μα μου α­νά­με­σα στην μπά­λα και τον α­ντί­πα­λο, για να την προ­στα­τέ­ψω.

Κο­ντρο­λά­ρω: Στα­μα­τώ την πο­ρεία της μπά­λας με κά­ποιο μέ­ρος του σώ­μα­τος, με σκο­πό να την ε­λέγ­ξω.

Κου­ντε­πιέ: Το πά­νω μέ­ρος του πα­που­τσιού, ε­κεί ό­που βρί­σκο­νται τα κορ­δό­νια.

Μαρ­κά­ρω: Ακο­λου­θώ έ­ναν παί­κτη διαρ­κώς για να μην πα­ρει την μπα­λα.

Μπα­λιά τρύ­πα: Μια πά­σα που γί­νε­ται στην ε­πί­θε­ση προς το χώ­ρο πί­σω α­πό τους α­μυ­ντι­κούς.

Ντρι­μπλά­ρω: Με­τα­κι­νώ την μπά­λα δια­τη­ρώ­ντας τον έ­λεγ­χο της.

Οφσάι­ντ: Πα­ρά­βα­ση των κα­νό­νων ό­ταν έ­νας ε­πι­θε­τι­κός δέ­χε­ται την μπά­λα και τη στιγ­μή που γί­νε­ται η πά­σα υ­πάρ­χουν λι­γό­τε­ροι α­πό 2 παί­κτες α­νά­με­σα σε αυ­τόν και το τέρ­μα.

Πα­ρε­μπό­δι­ση/Πέ­ναλ­τι: Απευ­θείας σουτ που ε­κτε­λεί­ται α­πό α­πό­στα­ση 11 μέ­τρων α­πό το τέρ­μα, ό­ταν γί­νει φά­ουλ μέ­σα στη με­γά­λη πε­ριο­χή.Σε ο­ρι­σμέ­νες διορ­γα­νώ­σεις ό­ταν έ­να μα­τς λή­γει ι­σό­πα­λο, ο νι­κη­τής α­να­δει­κνύε­ται έ­πει­τα α­πό ε­κτε­λέ­σεις πέ­ναλ­τι. Κά­θε ο­μά­δα ε­κτε­λεί α­πό 5 με δια­φο­ρε­τι­κούς παί­κτες. Αν οι ο­μά­δες πα­ρα­μέ­νουν ι­σό­πα­λες, άλ­λοι παί­κτες ε­κτε­λούν ε­ναλ­λάξ α­πό κά­θε ο­μά­δα μέ­χρι να α­στο­χή­σει κά­ποιος.

Πλά­γιο ά­ουτ: Α.Η έ­ξο­δος της μπά­λας α­πό τον α­γω­νι­στι­κό χώ­ρο στην πλά­για γραμ­μή.
                         Β.Η ε­πα­να­φο­ρά της μπά­λας με τα χέ­ρια α­πό το ση­μείο της πλά­γιας γραμ­μής ό­που βγή­κε.

Πλε­ο­νέ­κτη­μα: Ο διαι­τη­τής α­φή­νει το πλε­ο­νέ­κτη­μα ό­ταν δεν σφυ­ρί­ζει φά­ουλ ε­πει­δή η ο­μά­δα που θα το κέρ­δι­ζε ω­φε­λεί­ται πιο πο­λύ α­πό τη συ­νέ­χι­ση του παι­χνι­διού.

Πλον­ζό­ν: Η ε­κτί­να­ξη το πέ­σι­μο του τερ­μα­το­φύ­λα­κα για α­πό­κρου­ση.

Προ­βο­λη: Η προ­σπά­θεια ε­νός παί­κτη να κό­ψει την μπά­λα τε­ντώ­νο­ντας το έ­να πό­δι.

Προ­θέρ­μαν­ση: Η προ­ε­τοι­μα­σία των παι­κτών πριν α­πό το μα­τς. Επί­σης λέ­γε­ται ζέ­στα­μα.

Προ­σποίη­ση: Το ξε­γέ­λα­σμα του α­ντι­πά­λου ώ­στε να μην κα­τα­λά­βει προς ποια κα­τεύ­θυν­ση θα κι­νη­θεί ο παί­κτης με την μπά­λα.

Σέ­ντρα: Α.Μπα­λιά α­πό τα πλά­για προς το κέ­ντρο του γη­πέ­δου, συ­νή­θως προς τη με­γά­λη πε­ριο­χή του α­ντι­πά­λου.
               Β.Η πρώ­τη πά­σα που γί­νε­ται ό­ταν ξε­κι­νά­ει το παι­χνί­δι ή ξα­ναρ­χί­ζει με­τά α­πό γκολ. Αλλιώς λέ­γε­ται ε­ναρ­κτή­ριο λά­κτι­σμα.
               Γ.Η βού­λα στο κέ­ντρο του γη­πέ­δου, ό­που γί­νε­ται το ε­ναρ­κτή­ριο λά­κτι­σμα και η γύ­ρω πε­ριο­χή.

Σκά­βω(την μπά­λα): Κλω­τσάω την μπά­λα ώ­στε αυ­τή να πά­ρει α­πό­το­μη πο­ρεία προς τα πά­νω, εί­τε για σουτ εί­τε για σου­τ, εί­τα για πά­σα.

Σύ­στη­μα: Η διά­τα­ξη των παι­κτών μιας ο­μά­δας στον α­γω­νι­στι­κό χώ­ρο.

Τά­κλι­ν: Προ­σπά­θεια να α­πο­σπά­σει έ­νας παί­κτης την μπά­λα α­πό τον α­ντί­πα­λο χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα πό­δια.

Τα­κτι­κή: Τρό­πος παι­χνι­διού μιας ο­μά­δας.

Τεί­χος: Μια σει­ρά α­μυ­ντι­κών που στέ­κο­νται κολ­λη­τά για να ε­μπο­δί­σουν α­πευ­θείας σουτ σε ε­λεύ­θε­ρο χτύ­πη­μα.

Φάλ­τσο: Κί­νη­ση με κα­μπύ­λη που κά­νει η μπά­λα ό­ταν πε­ρι­στρέ­φε­ται πο­λύ γρή­γο­ρα γύ­ρω α­πό τον ά­ξο­να της.

Φά­ου­λ: Η πα­ρά­βα­ση των κα­νο­νι­σμών του παι­χνι­διού.


Πο­δο­σφαι­ρι­κή Αργκό

Αλλά­ζει παι­χνί­δι : Pί­χνει μα­κρι­νή πά­σα σε παί­χτη που βρί­σκε­ται στην άλ­λη πλευ­ρά τού γη­πέ­δου. Ομοίως μι­λά­με για αλ­λα­γή παι­χνι­διού.

Που­λά­ει την μπά­λα : Δί­νει κα­τά λά­θος και χω­ρίς ι­διαί­τε­ρη πίε­ση την μπά­λα σε α­ντί­πα­λο παί­χτη.

Κά­νει/Πε­τυ­χαί­νει το χατ τρικ : Βά­ζει το τρί­το του γκολ σ' έ­ναν α­γώ­να.

Παί­ζει θέ­α­τρο : Προ­σποιεί­ται πως τον έ­ρι­ξαν κά­τω ή τον χτύ­πη­σαν προ­σπα­θώ­ντας έ­τσι να κερ­δί­σει φά­ουλ ή πέ­ναλ­τι. Η λέ­ξη θέ­α­τρο χρη­σι­μο­ποιεί­ται και μό­νη της π.χ. "έ­φα­γε κάρ­τα για θέ­α­τρο" δηλ. ο διαι­τη­τής χρέω­σε κί­τρι­νη κάρ­τα ε­πει­δή α­ντι­λή­φθη­κε πως ο παί­χτης προ­σπα­θού­σε να τον ξε­γε­λά­σει.

Παίρ­νει την φά­ση πά­νω του : Επι­λέ­γει να δώ­σει λύ­ση μό­νος του σε κά­ποια φά­ση. Σε ε­πι­θε­τι­κή κί­νη­ση, για πα­ρά­δειγ­μα, μπο­ρεί να ση­μαί­νει πως α­ντί να δώ­σει πά­σα, σου­τά­ρει βά­ζο­ντας γκολ.

Δια­βά­ζει την φά­ση : Ο α­μυ­νό­με­νος παί­χτης προ­βλέ­πει την κί­νη­ση τού α­ντι­πά­λου με α­πο­τέ­λε­σμα να κα­τα­φέ­ρει να α­να­κό­ψει την ε­πί­θε­ση.

Κρε­μά­ει τον τερ­μα­το­φύ­λα­κα : Ρί­χνει ψη­λο­κρε­μα­στό σουτ προς την ε­στία έ­τσι που ο τερ­μα­το­φύ­λα­κας πη­δά­ει ψη­λά με τα χέ­ρια τε­ντω­μέ­να δί­χως ό­μως να μπο­ρέ­σει να πιά­σει την μπά­λα. Συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποιεί­ται σε πε­ρί­πτω­ση που ση­μειώ­νε­ται γκολ με αυ­τόν τον τρό­πο.

Κά­νει το κο­ντρόλ : Φρο­ντί­ζει να α­πο­κτή­σει τον έ­λεγ­χο τής μπά­λας που τού ήρ­θε α­πό μα­κριά.

Παί­ζου­νε το έ­να-δύο : Δύο παί­χτες κά­νουν γρή­γο­ρη ε­ναλ­λα­γή τής μπά­λας με­τα­ξύ τους προ­σπερ­νώ­ντας έ­τσι κά­ποιον α­ντί­πα­λο.

Σκί­ζει τα δί­χτυα : Ση­μειώ­νει γκολ με δυ­να­τό σουτ - Για ο­μά­δα : ση­μαί­νει πως ση­μείω­σε πολ­λά γκολ.

Έχει τα σφυ­ρίγ­μα­τα : Έχει την δια­κρι­τι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη τού διαι­τη­τή.

Δια­σύρ­θη­κε: Δέ­χτη­κε πολ­λά γκολ α­πό την α­ντί­πα­λη ο­μά­δα δί­χως να μπο­ρέ­σει να α­ντα­πο­δώ­σει.

Φέρ­νει το παι­χνί­δι στα ί­σια : Ση­μείω­σε τέρ­μα και ι­σο­φα­ρί­σει (το λέ­με και για τον σκό­ρερ).

Γυ­ρί­ζει το παι­χνί­δι (ή το μα­τς) : Από ε­κεί που έ­χα­νε βρί­σκε­ται να προ­η­γεί­ται (και πά­λι το λέ­με και για τον σκό­ρερ).

Παί­ζει στο μι­σό γή­πε­δο : Βρί­σκε­ται σε πο­λύ κλει­στό α­μυ­ντι­κό παι­χνί­δι (συ­νή­θως ε­πει­δή υ­στε­ρεί σε ι­κα­νό­τη­τα) έ­τσι που το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τού παι­χνι­διού να διε­ξά­γε­ται στο δι­κό της μι­σό τού γη­πέ­δου.

Δεί­χνει τ' α­πο­δυ­τή­ρια : Σφυ­ρί­ζει την λή­ξη τού α­γώ­να (ε­πει­δή πα­ράλ­λη­λα δεί­χνει με τα δυο του χέ­ρια προς τ' α­πο­δυ­τή­ρια).

Εκτός φά­σης : Κά­τι του συμ­βαί­νει μα­κριά α­πό την μπά­λα για πα­ρά­δειγ­μα "ο παί­χτης έ­κα­νε φά­ουλ ε­κτός φά­σης".

Στη­μέ­νη φά­ση : Φά­ουλ που ε­κτε­λεί­ται ορ­γα­νω­μέ­να α­πό κα­λή θέ­ση έ­ξω α­πό την α­ντί­πα­λη ε­στία με κα­λές πι­θα­νό­τη­τες να δώ­σει γκολ.

Δεν υ­πάρ­χει φά­ση : Για ε­πι­θε­τι­κή ε­νέρ­γεια που έ­φε­ρε την μπά­λα στα δί­χτυα (ή πα­ρα­λί­γο να την φέ­ρει) αλ­λά δεν με­τρά­ει σαν γκολ για­τί έ­χει προ­η­γη­θεί οφ­σάιτ.

Ξαφ­νι­κός θά­να­τος ή χρυ­σό γκολ : Γκολ στην πα­ρά­τα­ση που λή­γει τον α­γώ­να υ­πέρ αυ­τού που το ση­μείω­σε. Αυ­τός ο κα­νό­νας δεν ι­σχύει πια πα­ρά σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις.

Αση­μέ­νιο γκολ : Γκόλ στην πα­ρά­τα­ση που αν δεν ι­σο­φα­ρι­στεί μέ­χρι το η­μί­χρο­νο, κα­θο­ρί­ζει τον νι­κη­τή.

Τα τσι­κό : Οι παι­δι­κές/ε­φη­βι­κές ο­μά­δες που έ­χουν οι σύλ­λο­γοι.

Μο­νο­κόμ­μα­το : Δυ­να­τό σουτ με την μία, δί­χως να στρώ­σει την μπά­λα.

Μύ­το ή Ξε­ρό­μυ­το : Δυ­να­τό σουτ με την μύ­τη τού πα­που­τσιού.

Τα­κου­νά­κι : Χτύ­πη­μα τής μπά­λας με την φτέρ­να.

Πλα­σέ : Κα­λο­ζυ­γι­σμέ­νο, ό­χι τό­σο δυ­να­τό σουτ.

Ψα­λι­δά­κι : Σούτ με τον παί­χτη να κά­νει α­νά­πο­δη βου­τιά στον αέ­ρα.

Ψα­ρά­κι : Κε­φα­λιά στον αέ­ρα με βου­τιά σε χα­μη­λό ύ­ψος.

Ψη­λο­κρε­μα­στό : Σουτ που περ­νά­ει πά­νω α­πό παί­χτες.

Σκα­φτό : Σαν το ψη­λο­κρε­μα­στό, συ­νή­θως α­πό μι­κρή α­πό­στα­ση. Λέ­γε­ται έ­τσι για­τί ο παί­χτης κλω­τσά­ει την μπά­λα α­πό πο­λύ χα­μη­λά, ας πού­με, σαν να έ­σκα­βε το χώ­μα.

Μπα­κό­τερ­μα : Το εί­δος παι­χνι­διού ό­που ο τερ­μα­το­φύ­λα­κας παί­ζει κα­νο­νι­κά σε ό­λες τις θέ­σεις και ε­πι­στρέ­φει ό­ταν χρειά­ζε­ται (μάλ­λον α­πό τα μπακ (δηλ. το αγ­γλ. back) και τέρ­μα). Κα­τ' ε­πέ­κτα­ση μπο­ρεί να πε­ρι­γρά­ψει στο κα­νο­νι­κό πο­δό­σφαι­ρο κά­ποιον τερ­μα­το­φύ­λα­κα που φεύ­γει στην ε­πί­θε­ση για να βο­η­θή­σει την ο­μά­δα.

logokratisi